- καμίνου
- καμί̱νου , κάμινοςovenfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
пещный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ὁ τῆς καμίνου, καμινιαῖος) относящийся к печи, печной … Словарь церковнославянского языка
пещь — ПЕЩ|Ь (149), И с. Печь; очаг: •г҃•ѥ отроци въ пещи бѣша. (ἐν τῇ καμίνῳ) Изб 1076, 234; то же творити и печьцю. въньгда же въжѧгати пещь хощемъ. УСт к. XII, 216 об.; възьмъ си˫а… въвьрьзи въ пещь горѹщѹ. ЖФП XII, 50а; помысли… овы же сълѥмы. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
пещьныи — (4*) пр. Относящийся к пещь: пакы видѣвъши ѥго пекѹща проскѹры. и ѹчьрнивъшас˫а ѿ ожьжени˫а пещьнаго. съжалиси зѣло. ЖФП XII, 29г; и видѣвъ пещьныи ѡгнь. прѣложенъ на росѹ. въста съ тщаниѥмъ. и ре(ч) вьлможамъ своимъ. не •г҃• ли мужа въвьргохомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διασυρίζω — και διασυρίττω (Α) 1. σφυρίζω 2. (για άνεμο) φυσάω, σφυρίζω («καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῡμα δρόσου διασυρίζον») 3. διαδίδω κάτι με ψιθύρους («τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἀπαντᾱ ἢ διασυρίττει») 4. λαχανιάζω … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σκαρφών — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος καμίνου … Dictionary of Greek
στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… … Dictionary of Greek
συγκόλλημα — το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ] το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση νεοελλ. (μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek